- ποίμνιο
- το1. κοπάδι ζώων.2. σύνολο πιστών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποίμνιο — το / ποίμνιον, ΝΜΑ [ποίμνη] 1. πλήθος από ζώα, συνήθως αιγοπρόβατα και βοοειδή, που ζουν μαζί, ποίμνη, αγέλη, κοπάδι 2. μτφ. το σύνολο τών χριστιανών νεοελλ. μτφ. πλήθος ανθρώπων αρχ. μτφ. α) οι μαθητές τού Χριστού β) οι Εβραίοι … Dictionary of Greek
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
ποιμνηλάτης — ὁ, Μ ποιμένας που παρορμά το ποιμνίο, που οδηγεί το ποιμνίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποίμνη + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ξεν ηλάτης, με έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
Μηλίς — (I) Μηλίς, ἡ (Α) βλ. μηλιακός και Μηλιεύς. (II) Μηλίς, ίδος (Α) νύμφη προστάτιδα τών ποιμνίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «ποίμνιο» + κατάλ. ίς (πρβλ. Δαυλ ίς)] … Dictionary of Greek
αγελαρχία — ἀγελαρχία, η (AM) [ἀγελάρχης] μσν. 1. αγέλη, κοπάδι 2. πλήθος ανθρώπων, ποίμνιο αρχ. αρχηγία αγέλης, το να οδηγεί κανείς αγέλη … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
απανταχούσα — η 1. πατριαρχική εγκύκλιος 2. εγκύκλιος αρχιερέα ή ηγουμένου την οποία απευθύνει προς το ποίμνιο ή τους μοναχούς που ανήκουν στη δικαιοδοσία του 3. επιτιμητικό έγγραφο ή επιστολή 4. αυστηρή επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απανταχού + (κατάλ.) σα κατά τα… … Dictionary of Greek
διαποιμαίνω — (AM διαποιμαίνω) [ποιμαίνω] (για ιεράρχη) ποιμαίνω το ποίμνιο και ασκώ τη διοίκηση τής επισκοπής κατά το διάστημα τής αρχιερατείας μου αρχ. διοικώ … Dictionary of Greek
εκλογάς — ἐκλογάς, η (Μ) 1. η εκλεκτή αμνάς 2. το εκλεκτό ποίμνιο, οι χριστιανοί … Dictionary of Greek
ιερόθεος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μητροπολίτης Μονεμβασίας (16ος αι.). Ήταν μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και δάσκαλος του πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, τον οποίο υπερασπίστηκε με σθένος στα χρόνια του διωγμού του. Όταν το 1579 … Dictionary of Greek